- μονόπετρος
- -η, -ο (Μ μονόπετρος, -ον)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το μονόπετροδακτυλίδι με έναν πολύτιμο λίθο, συνήθως διαμάντιμσν.το ουδ. ως ουσ. απομονωμένος βράχος στη μέση τής θάλασσας.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + πέτρα].
Dictionary of Greek. 2013.